Γράφει ο Αντώνης Γαζάκης
Για τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων και φέτος (2022), αυτή τη φορά με αφορμή την -απαράδεκτη, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ- συνεξέταση ενός μαθήματος τέχνης (λογοτεχνία) με τη νεοελληνική γλώσσα.
Πολύ ενθουσιασμό είδα, μεταξύ φιλολόγων, αλλά και σε προοδευτικό κόσμο, τόσο για την ευκολία των φετινών θεμάτων και τον αέρα ανανέωσης που τάχα φέρνουν, όσο κυρίως για το πρώτο κείμενο, που υποτίθεται ότι βάζει τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων σε σχέση με τη διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο. Αφήνω στην άκρη το κατά πόσον έχει νόημα να ενθουσιαζόμαστε για έναν διαγωνισμό-κρεατομηχανή, και εύχομαι ο ενθουσιασμός να οφείλεται απλώς στην πεποίθηση ότι τα θέματα δεν παίδεψαν υπερβολικά τους υποψήφιους και τις υποψήφιες.
Δεν θα ήθελα να σταθώ όμως εδώ ούτε στο πόσο εύκολα ή δύσκολα ήταν τα θέματα (παρότι έχω κάποιους ενδοιασμούς γύρω από το τι απαντήσεις μπορεί να έδωσαν οι υποψήφιοι/ες για τους βιωματικούς τρόπους που μπορούν να καλλιεργήσουν το ενδιαφέρον τους για το ιστορικό παρελθόν) ούτε στα όσα γράφει το κείμενο του Ραϋμόνδου Αλβανού γύρω από το γιατί στους μαθητές δεν αρέσει η Ιστορία (παρότι διαφωνώ σε κάποια σημεία, είναι ένα κατανοητό κείμενο με αρχή, μέση και τέλος, που κινείται σε θετική κατεύθυνση).
Ωστόσο, το θέμα Β3, που αφορά το δεύτερο κείμενο (αποσπάσματα από μια ιδιαιτέρως ποιητικίζουσα ομιλία της Κικής Δημουλά), είναι διατυπωμένο ως εξής: “Πρόθεση της Κικής Δημουλά στο απόσπασμα «Για να επανέλθω … φωτογραφία σου» είναι να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζει η επέτειος στη διατήρηση της μνήμης. Να αναφέρετε τρεις (3) διαφορετικές γλωσσικές επιλογές με τις οποίες επιτυγχάνει το στόχο της, παραθέτοντας τα αντίστοιχα χωρία (μονάδες 6) και να εξηγήσετε τη λειτουργία καθεμιάς από αυτές στο κείμενο. (μονάδες 9)”.
Πρόκειται για μια διατύπωση που ίσως να μη δυσκολεύει τους/τις υποψήφιους/ες, αλλά αποκαλύπτει για άλλη μια φορά πόσο προβληματικά αντιμετωπίζει η ελληνική εκπαίδευση εν γένει τα κείμενα, είτε είναι χρηστικά είτε λογοτεχνικά, είτε υβριδικά όπως αυτό. Έχω ξαναγράψει ότι το να αναζητούμε την πρόθεση του/της συγγραφέα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο «μετατρέπει την ανάγνωση ενός ποιήματος ή ενός πεζού σε ψυχαναλυτική διαδικασία με αντικείμενο τον συγγραφέα». Εδώ όμως οι θεματοθέτες έχουν προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα (ή μάλλον έχουν κάνει πολλά βήματα προς τα πίσω), αφού θεωρούν δεδομένη -και μάλιστα περιγράφοντάς τη με εξαιρετική λεπτομέρεια- την πρόθεση της Δημουλά -μια πρόθεση που όχι απλώς δεν εκφράζεται από την ίδια πουθενά στο δοθέν κείμενο, αλλά και η οποία, παρότι πιθανή, δεν προκύπτει ως η μοναδική δυνατή ούτε καν έμμεσα από το συγκεκριμένο απόσπασμα.
Συνέχεια